Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

short date


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο short παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: date

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
short adj (length)κοντός επίθ
  (επίσημο)βραχύς επίθ
 Please hand me the short rope.
 Σε παρακαλώ δώσε μου το κοντό σκοινί.
short adj (height: not tall)κοντός επίθ
 The boy is too short to reach.
 Το παιδί είναι πολύ κοντό και δεν φτάνει.
short adj (clothing: not long)κοντός επίθ
 His trousers were short, so you could see quite a bit of hairy leg above his socks when he sat down. Is this skirt too short to wear to a wedding?
 Το παντελόνι του ήταν κοντό, οπότε φαινόταν αρκετό μέρος από του τριχωτού ποδιού του πάνω από τις κάλτσες του όταν κάθισε.
short adj (hair: not long)κοντός επίθ
 Short hair is easier to take care of.
short adj (distance: not far)μικρός επίθ
 It's only a short walk from here.
 Είναι πολύ μικρή η απόσταση από εδώ.
short adj (of brief duration)σύντομος επίθ
  (επίσημο)βραχύς επίθ
  (καθομιλουμένη)μικρός
 That movie was very short.
 Αυτή η ταινία ήταν πολύ σύντομη.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ήταν βραχύς ο βίος του.
short adj (concise)σύντομος επίθ
 Her speech was short and to the point.
 Η ομιλία της ήταν σύντομη και επί του θέματος.
short for [sth] adj + prep (abbreviation of) (για όνομα)υποκοριστικό ουσ ουδ
  (για άλλη λέξη)συντομογραφία ουσ θηλ
  σύντμηση ουσ θηλ
 The name "Betty" is sometimes short for "Elizabeth".
 Το όνομα Μπέτυ είναι μερικές φορές το υποκοριστικό του Ελίζαμπεθ.
short with [sb] adj + prep informal (abrupt, curt) (άνθρωπος)απότομος επίθ
  (απάντηση, σχόλιο κλπ.)απότομος, κοφτός, ξερός επίθ
 When I asked him if he could help, he was rather short with me.
 Όταν ζήτησα τη βοήθειά του, ήταν κάπως απότομος μαζί μου.
 Όταν ζήτησα τη βοήθειά του, μου έδωσε μια κάπως κοφτή απάντηση.
be short on [sth] v expr informal (short of: not enough)ξεμένω από κτ ρ αμ + πρόθ
 We're short on printer ink.
 Ξεμείναμε από μελάνι για τον εκτυπωτή.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
short adj figurative (finance: of a short sale) (για πώληση)ανοικτός επίθ
 He held a short position on the stock.
short adj (phonetics)βραχύς επίθ
 The short vowels are common in English.
short adj (of a small drink)σφηνάκι ουσ ουδ
 I'd like a short cocktail, please.
 Ένα κοκτέιλ σε σφηνάκι, παρακαλώ.
short adj (abbreviated)συντομευμένος μτχ πρκ
  συντετμημένος μτχ ενεστ
 I'm is the short form of I am.
short on [sth] adj + prep pejorative, informal (lacking)μου λείπει κτ περίφρ
  δεν έχω κτ περίφρ
  υστερώ σε κτ περίφρ
 The new leader of the party is short on charm; he'll never win over the voters.
short adv (suddenly)απότομα επίρ
 The sight of the accident made us stop short.
short adv (on near side of a target) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
 The arrow fell short.
 Το βέλος δεν έφτασε τον στόχο.
short adv (baseball: position)σε θέση short περίφρ
 The outfielders were playing short.
short adv (insufficient) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
Σχόλιο: Κατά περίπτωση, μπορεί να αποδοθεί και ως «δεν τα καταφέρνω», «αποδεικνύομαι λίγος» κ.λπ.
 The cashier came up short.
 Ο ταμίας δεν είχε αρκετά χρήματα για ρέστα.
short n (cinema: brief film)ταινία μικρού μήκους φρ ως ουσ θηλ
 Bill produced a short that won a prize.
short n (electricity: short circuit)βραχυκύκλωμα ουσ ουδ
 Crossed wires produced a short in the system.
short n (garment size) (σπάνιο: για ρούχα)short ουσ ουδ άκλ
 My coat is a forty-two short.
short n (baseball: position)σε θέση short περίφρ
 Daniels is playing third, while James is at short.
shorts npl (short pants)σορτς ουσ ουδ άκλ
  (συνήθως γυναικείο)σορτσάκι ουσ ουδ
  (σπάνιο)κοντό παντελόνι επίθ + ουσ ουδ
 I'll wear shorts and sandals, since it's hot today.
 Θα φορέσω πέδιλα και σορτς σήμερα με τόση ζέστη.
 Θα φορέσω πέδιλα και σορτσάκι σήμερα με τόση ζέστη.
 Θα φορέσω πέδιλα και κοντό παντελόνι σήμερα με τόση ζέστη.
short of doing [sth] prep (except)εκτός από το να κάνω κτ έκφρ
 I don't know what to do, short of leaving.
 Δεν ξέρω τι να κάνω, εκτός από το να φύγω.
short vi (short circuit)βραχυκυκλώνω ρ αμ
  παθαίνω βραχυκύκλωμα ρ αμ + ουσ ουδ
 The entire circuit shorted out.
short [sth] vtr (short circuit)βραχυκυκλώνω ρ μ
  προκαλώ βραχυκύκλωμα σε κτ έκφρ
 Dripping water shorted the fuse box.
short [sth] vtr (to sell shares short)κάνω ανοιχτή πώληση περίφρ
  κάνω short selling περίφρ
 He shorted the stock because he thought the value was going to fall.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
come up short vi phrasal + adj informal (disappoint)απογοητεύω ρ μ
  είμαι απογοητευτικός ρ έκφρ
Σχόλιο: Το ρήμα «απογοητεύω» είναι και αμετάβατο.
 Ari had hoped to raise $1000 for charity, but his efforts came up short by $200.
cut [sth] short,
cut short [sth]
vtr phrasal sep
(interrupt, finish prematurely)διακόπτω ρ μ
  σταματάω κτ νωρίτερα, σταματώ κτ νωρίτερα ρ μ + πρόθ
 We had to cut the vacation short when Jim broke his ankle.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
animated short n (short animated film)animation μικρού μήκους περίφρ
  ταινία κινουμένων σχεδίων μικρού μήκους περίφρ
draw the short straw v expr (stuck with an unwanted task, fate)είμαι γκαντέμης έκφρ
  είμαι ο γκαντέμης της υπόθεσης έκφρ
  (κάνω κάτι δυσάρεστο)μου πέφτει ο κλήρος να έκφρ
  (μου συμβεί κάτι ή να κάνω κάτι)έχω την ατυχία να έκφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Προτείνονται ορισμένες αποδόσεις που ενδέχεται να ταιριάζουν κατά περίπτωση.
fall short v expr (not be satisfactory)δεν ανταποκρίνομαι σε κτ έκφρ
  υπολείπομαι ρ αμ
  (συνήθως άτομο)φαίνομαι μικρότερος των περιστάσεων έκφρ
 The boy's grades fell short of his father's expectations.
 Οι βαθμοί του αγοριού υπολείπονταν των προσδοκιών του πατέρα του.
fall short v expr (not be sufficient)δεν επαρκώ έκφρ
  υπολείπομαι ρ αμ
 The amount of water in the reservoir falls short of our targets this year.
 Η ποσότητα του νερού στη δεξαμενή υπολείπεται σε σχέση με τους φετινούς στόχους μας.
for a short time adv (briefly)σύντομα, εν ολίγοις, εν συντομία επίρ
 He'd only lived in the apartment for a short time - about two weeks.
for short adv (as an abbreviation)για συντομία φρ ως επίρ
  (καθαρεύουσα)εν συντομία φρ ως επίρ
 The boy's name is Nishant, but his friends and family call him Nish for short.
get short shrift from [sb] v expr (be treated curtly by)κπ με αγνοεί περίφρ
  αγνοούμαι από κπ ρ αμ + πρόθ
  κπ με παραμελεί περίφρ
  παραμελούμαι από κπ ρ αμ + πρόθ
give [sb] short shrift,
give short shrift to [sb]
v expr
(deal curtly with)αγνοώ ρ μ
  παραμελώ ρ μ
have a short fuse v expr figurative (lose your temper easily)είμαι ευερέθιστος ρ έκφρ
  (καθομιλουμένη)αρπάζομαι εύκολα ρ αμ + επίρ
  είμαι τσαντίλα ρ έκφρ
hold short v expr (aircraft: stop landing short of runway intersection)αεροσκάφος: περιμένω σε απόσταση 200 ποδιών από τον αεροδιάδρομο για να πάρω εντολή προσγείωσης
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
in a short time adv (soon)σύντομα επίρ
 I'll have it finished in a short time – please be patient.
in a short time adv (within a brief span of time)σύντομα επίρ
  σε λίγο καιρό έκφρ
 In a short time, the fire spread to the other buildings.
in a short while adv (soon)σε λίγο καιρό έκφρ
in a short while adv (within a brief span of time)σύντομα επίρ
in short adv (in summary, in brief)εν συντομία φρ ως επίρ
  με λίγα λόγια, με δυο λόγια φρ ως επίρ
 In short, the film is well worth seeing.
 Με λίγα λόγια (or: με δυο λόγια) αξίζει να δει κανείς την ταινία.
in short order adv US, figurative (quickly)σύντομα, γρήγορα επίρ
in short supply expr (few available)σε έλλειψη έκφρ
in the short run expr (short term)βραχυπρόθεσμα επίρ
 The strategy is likely to be successful only in the short run.
in the short term adv (temporarily, for a brief time in the future)βραχυπρόθεσμα επίρ
the long and short of it is,
the long and the short of it is that
expr
informal (in summary)εν συντομία εκφρ
 The long and short of it is that I'm pregnant.
make short work of [sth] expr (do [sth] quickly)κάνω κτ γρήγορα ρ μ + επίρ
  τελειώνω κτ γρήγορα ρ μ + επίρ
  (καθομιλουμένη)ξεπετάω ρ μ
 The project entailed a huge amount of translation, but Audrey made short work of it.
make short work of [sth/sb] expr (deal with summarily)τελειώνω γρήγορα με κτ/κπ έκφρ
  ασχολούμαι λίγο με κπ/κτ έκφρ
  (καθομιλουμένη)ξεπετάω ρ μ
 The professor made short work of her student's rather poor arguments.
nothing less than [sth],
nothing short of [sth]
expr
(with noun: only)τίποτα άλλο εκτός από κτ έκφρ
  μόνο επίρ
 Nothing short of a full apology will mollify him.
nothing less than [sth],
nothing short of [sth]
expr
(with adjective: utterly)εντελώς επίρ
 His behaviour was nothing short of rude.
on short notice,
at short notice,
on a moment's notice,
at a moment's notice
adv
(with little warning)τελευταία στιγμή φρ ως επίρ
 Her appointment was cancelled on short notice.
 I'm sorry to ask you on such short notice, but I only found out about this yesterday.
run short v expr (stocks: get low)εξαντλούμαι, τελειώνω ρ αμ
 I see the sugar is running short; we'd better buy some next time we go shopping.
run short of [sth],
run short on [sth]
v expr
(have little or few left)μου τελειώνει κτ περίφρ
  κοντεύω να ξεμείνω από κτ περίφρ
 We're running short of toilet paper. Could you pick some up on your way home?
sell yourself short v expr informal (underestimate your abilities)υποεκτιμώ την αξία μου έκφρ
  υποεκτιμώ τις δυνατότητές μου έκφρ
  υποτιμώ τον εαυτό μου έκφρ
short and sweet adj (brief, concise)λακωνικός επίθ
  (ανεπίσημο: λόγια, κουβέντες)λίγοι και καλοί, λίγοι και σταράτοι φρ ως επίθ
 He kept his answers to the police short and sweet.
short answer n (concise reply)σύντομη και περιεκτική απάντηση έκφρ
 Does he get along with his family? The short answer is no.
short circuit n (electrical malfunction)βραχυκύκλωμα ουσ ουδ
short description n (brief account)περίληψη, σύνοψη ουσ θηλ
 Please give us a short description of your new proposal.
short distance n (brief interval in space)μικρή/κοντινή απόσταση έκφρ
 The taxis are only a short distance from the train station.
short film n (movie less than feature length)ταινία μικρού μήκους έκφρ
 The director won an Oscar for his short film about space.
short fuse (quick temper)ευερεθιστότητα ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)το να είμαι τσαντίλας περίφρ
short hair n (hair: close-cropped)κοντά μαλλιά ουσ ουδ πλ
short haul n (journey: short distance)σύντομο ταξίδι επίθ + ουσ θηλ
  ταξίδι μικρής διάρκειας φρ ως ουσ ουδ
  μικρή διαδρομή επίθ + ουσ θηλ
Σχόλιο: A hyphen is used when the term is an adjective that precedes the noun.
short-haul n as adj (over short distance)κοντινός επίθ
  σύντομος επίθ
  μικρής διάρκειας φρ ως επίθ
short memory n (tendency to forget quickly)αδύναμη μνήμη έκφρ
 I have a very short memory for people's names.
short memory n (short-term recall)πρόσφατη μνήμη έκφρ
short notice n (little warning)βιαστικά, άρον άρον, με σύντομη προειδοποίηση επίρ
  (μεταφορικά)τελευταία στιγμή έκφρ
 Supply teachers often have only short notice to prepare their lessons.
short of [sth] expr (other than)αν δεν περίφρ
 Short of a raid on the cookie jar, we won't have a snack.
 Αν δεν κάνουμε επιδρομή στο κουτί με τα μπισκότα δεν θα φάμε σνακ.
short of doing [sth] expr (other than do [sth])εκτός από το να κάνω κτ περίφρ
  εκτός του ότι κάνω κτ περίφρ
 Short of replacing the whole engine, there is nothing you can do to solve the problem.
 Εκτός από το να αλλάξεις ολόκληρη τη μηχανή δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να λύσεις το πρόβλημα.
be short of [sth] v expr (lacking)μου λείπει περίφρ
  δεν έχω περίφρ
  μου έχει τελειώσει περίφρ
 I need to go shopping: we're short of bread and milk.
 Πρέπει να πάω για ψώνια· μας έχει τελειώσει το ψωμί και το γάλα.
short of breath adj (having difficulty breathing)λαχανιασμένος μτχ πρκ
 When Phil reached the top stair, he was short of breath.
short order,
short-order
n
US (food at diner, etc.)φαγητό της ώρας φρ ως ουσ ουδ
short pants npl US (shorts, thigh-length trousers)κοντό παντελόνι, σορτς, σορτσάκι έκφρ
 The weather's much too cold for you to wear short pants.
 Ο καιρός είναι πολύ κρύος για να φορέσεις κοντό παντελόνι.
short period n (brief or limited time)σύντομο διάστημα,μικρή χρονική περίοδος έκφρ
 The sale will only last a short period, so we should purchase it now.
short range n (limited distance)μικρού βεληνεκούς φρ ως επίθ
short ribs npl US (cut of beef)παϊδάκια ουσ ουδ πλ
  μοσχαρίσια παϊδάκια επίθ + ουσ ουδ πλ
short rib,
short-rib
n as adj
(beef: short ribs)για παϊδάκια περίφρ
  για μοσχαρίσια παϊδάκια περίφρ
Σχόλιο: A hyphen may be used when the adjective precedes the noun.
 My favorite short-rib recipe uses ten different spices.
short sale (finance)ανοιχτή πώληση επίθ + ουσ θηλ
short shorts npl (hot pants)καυτό' σορτσάκι/σορτς έκφρ
 I like to show off my legs in the summertime wearing short shorts.
short shrift n historical (prisoner: brief confession time)σύντομη προθεσμία ομολογίας φρ ως ουσ θηλ
short skirt n (above-the-knee or mini skirt)κοντή/μίνι φούστα έκφρ
 Her short skirt violated the school dress code.
short staffed,
short-staffed
adj
(not enough employees)υποστελεχωμένος επίθ
  χωρίς αρκετό προσωπικό περίφρ
short story n (written fiction shorter than a novella)διήγημα ουσ ουδ
 He wrote short stories about people living in rural areas.
 Έγραφε διηγήματα για ανθρώπους που ζούσαν σε αγροτικές περιοχές.
short story writer,
short-story writer
n
(author of short fiction)συγγραφέας διηγημάτων φρ ως ουσ αρσ/θηλ
  διηγηματογράφος ουσ αρσ/θηλ
 Edgar Allan Poe was a famous 19th-century American short story writer.
short temper n (tendency to be quick to anger)ευερεθιστότητα ουσ θηλ
short term adj (temporary, not long-lasting)βραχυπρόθεσμος επίθ
 My short-term educational goal is to graduate college.
 Ο βραχυπρόθεσμος εκπαιδευτικός μου στόχος είναι να αποφοιτήσω από το πανεπιστήμιο.
short time n (brief period)σύντομο διάστημα, μικρό χρονικό διάστημα επίθ + ουσ ουδ
  (εβδομάδες, μήνες)λίγος καιρός επίθ + ουσ αρσ
  (ώρες, λεπτά)λίγη ώρα επίθ + ουσ θηλ
 During the short time that I knew Anne, she never failed to impress me.
short time,
short-time
n
(temporarily working for less pay)απασχόληση με μειωμένο ωράριο περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
short version n (abridged or condensed form)σύντομη/περιληπτική έκδοση έκφρ
 This is just a short version of the full-length movie production.
short version n informal (concise account) (καθομιλουμένη)σύντομη/περιληπτική και περιεκτική εκδοχή έκφρ
 I'll give you the short version now and tell you the full story later.
short vowel n (English: vowel with short sound)βραχύ φωνήεν, βραχύχρονο φωνήεν επίθ + ουσ ουδ
short way n (little distance)μικρή/κοντινή απόσταση έκφρ
 It's only a short way to the grocery store.
short-circuit vi (malfunction electrically)βραχυκυκλώνω ρ αμ
  παθαίνω βραχυκύκλωμα ρ μ + ουσ ουδ
short-circuit [sth] vtr (cause to malfunction electrically)προκαλώ βραχυκύκλωμα σε κτ ρ μ + ουσ ουδ
  βραχυκυκλώνω ρ μ
 The flooding in the basement short-circuited the freezer.
short-circuit [sth] vtr figurative (procedure: not follow) (μεταφορικά: διαδικασία)παρακάμπτω ρ μ + επίρ
  δεν ακολουθώ περίφρ
 The construction company put pressure on the council to short-circuit the planning permission process.
short-circuit [sth] vtr US, figurative (impede, thwart)εμποδίζω ρ μ
  (μεταφορικά)βάζω φρένο σε κτ έκφρ
  (σχέδια)χαλάω ρ μ
 Bad weather short-circuited our plans for a picnic.
short-dated adj (financial security: under 5 years to run)βραχυπρόθεσμος επίθ
short-haired adj (having short hair)κοντοκουρεμένος μτχ πρκ
  με κοντά μαλλιά περίφρ
short-lived adj (brief)σύντομος, βραχυχρόνιος επίθ
  που έχει μικρή διάρκεια, που διαρκεί λίγο περίφρ
 The revolt was short-lived: it was all over within a week.
short-order cook n US (chef: prepares food quickly)μάγειρας φαγητού της ώρας φρ ως ουσ αρσ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
short-range n as adj (covering a limited distance) (σε γενική)μικρής εμβέλειας φρ ως ουσ θηλ
short-run adj (short period of time)βραχυπρόθεσμος επίθ
  (διάρκεια)σύντομος επίθ
  που διαρκεί για μικρό χρονικό διάστημα περίφρ
short-sleeved,
short-sleeve
adj
(shirt: sleeves above elbow)κοντομάνικος επίθ
 Theodore wore a short-sleeved shirt to the summer wedding.
short-stay adj (accommodation: for short period)μικρής διάρκειας περίφρ
short-tempered adj (easily angered)ευέξαπτος, ευερέθιστος επίθ
  (ανεπίσημο)που αρπάζεται εύκολα περίφρ
 I can get very short-tempered when things don't go my way.
short-term memory n (capacity for recall over a brief period)πρόσφατη μνήμη επίθ + ουσ θηλ
 His short-term memory began to fail when he reached 80 years of age.
short-winded adj (short of breath)λαχανιασμένος μτχ πρκ
shortchange [sb] (US),
short-change [sb] (UK)
vtr
(return insufficient money to)δίνω λάθος ρέστα περίφρ
  δίνω λιγότερα ρέστα περίφρ
shortchange [sb] (US),
short-change [sb] (UK)
vtr
informal, figurative (cheat out of [sth], deprive of [sth])εξαπατώ ρ μ
  (μεταφορικά)πιάνω κορόϊδο έκφρ
  (ξεγελώ και εξαπατώ)δουλεύω ρ μ
shortcrust,
shortcrust pastry,
short crust
n
UK (light crumbly pastry)τριφτή ζύμη
  ζύμη σαμπλέ
short-cut [sth] vtr (use a shortcut on [sth])χρησιμοποιώ μια συντόμευση για κτ περίφρ
  επιλέγω τον σύντομο δρόμο για κτ περίφρ
  (διαδικασία)συντομεύω ρ μ
 Don't try to short-cut this process; it won't work if you do.
short-cut vi (use a shortcut)χρησιμοποιώ μια συντόμευση περίφρ
  επιλέγω τον σύντομο δρόμο περίφρ
 This is such a time-consuming process; is there a way to short-cut it?
shorthanded,
short-handed
adj
(lacking staff)που έχει έλλειψη προσωπικού, που έχει έλλειψη εργατικών χεριών περίφρ
  που δεν έχει αρκετούς εργαζόμενους περίφρ
shorthanded,
short-handed
adj
US, Can (sports team: lacking players) (π.χ. λόγω τραυματισμών)που έχει πολλές απουσίες περίφρ
  (χρειάζεται μεταγραφές)που δεν έχει αρκετούς παίκτες περίφρ
shortlist,
short-list,
short list
n
(list: chosen finalists)λίστα των επικρατέστερων περίφρ
  οι επικρατέστεροι άρθ ορ + επίθ
 The book was on the shortlist for the Booker Prize last year.
 Το βιβλίο ήταν ανάμεσα στα επικρατέστερα για το βραβείο Booker Prize πέρσυ.
short-list,
shortlist
vtr
often passive (choose as finalist)συμπεριλαμβάνω κάποιον στους επικρατέστερους περίφρ
 The author was surprised when her debut novel was shortlisted for a literature award.
short-sighted (UK),
nearsighted (US)
adj
(myopic)που έχει μυωπία περίφρ
  μύωπας επίθ
 The test showed that Toby was shortsighted and needed glasses.
short-sighted (UK),
shortsighted (US)
adj
figurative (failing to plan ahead) (μεταφορικά)κοντόφθαλμος επίθ
 Congress' bill to reduce taxes on greenhouse gas companies was shortsighted.
 Το νομοσχέδιο του Κογκρέσου για τη μείωση των φόρων σε εταιρείες που εκπέμπουν αέρια που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου ήταν κοντόφθαλμο.
short-sightedness (UK),
nearsightedness (US)
n
(vision clear at short distance only)μυωπία ουσ θηλ
short-sightedness (UK),
shortsightedness (US)
n
figurative (inability to plan long-term)έλλειψη διορατικότητας φρ ως ουσ θηλ
  κοντόφθαλμη προσέγγιση επίθ + ουσ θηλ
  (μεταφορικά)μυωπική στάση επίθ + ουσ θηλ
stop short of [sth] v expr informal (not become)σχεδόν γίνομαι έκφρ
  παραλίγο να γίνω έκφρ
 The SARS epidemic stopped short of a global pandemic.
stop short of doing [sth] v expr informal (not do)παραλίγο να κάνω κτ έκφρ
  σχεδόν κάνω κτ έκφρ
  σταματάω λίγο πριν κάνω κτ έκφρ
 I was furious with her, but I stopped short of saying something I'd regret.
thick as two short planks,
as thick as two short planks
expr
UK, informal, pejorative (very stupid) (μειωτικό)πανίβλακας ουσ αρσ
  (αποδοκιμασίας)που έχει μυαλό κουκούτσι περίφρ
  (αποδοκιμασίας)που έχει IQ ραδικιού περίφρ
ton,
short ton
n
US (907 kg)τόνος ουσ αρσ
  (κατά λέξη)βραχύς τόνος φρ ως ουσ αρσ
 The builder ordered a ton of gravel.
 Ο οικοδόμος παρήγγειλε έναν τόνο χαλίκια.
Επόμενα 100 Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση short date στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «short date».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!